αφροδίσια νοσήματα

αφροδίσια νοσήματα
Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών οργάνων και η βουβωνική λεμφοκοκκιωμάτωση ή, όπως είναι γνωστή, νόσος του Νικολά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφροδίσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. Δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία του. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο χρόνο στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 3. Καταγόταν από την Κιλικία. Θανατώθηκε με ξίφος. Η… …   Dictionary of Greek

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • αφροδισιολόγος — ο γιατρός ειδικός στα αφροδίσια νοσήματα …   Dictionary of Greek

  • γυναικίζω — (AM γυναικίζω) (για άντρα) ντύνομαι, μιλάω ή συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα μσν. νεοελλ. παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, παντρεύομαι αρχ. πάσχω από αφροδίσια νοσήματα …   Dictionary of Greek

  • γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • περικαυλίδα — η, Ν τεχνητός λεπτός και ελαστικός θύλακας που χρησιμεύει για την προφύλαξη τού πέους από τα αφροδίσια νοσήματα κατά τη συνουσία, το προφυλακτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καυλός «ανδρικό μόριο» + ίδα] …   Dictionary of Greek

  • πουτσαράς — ο, Ν 1. αυτός που έχει μεγάλος πέος 2. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στην ερωτική επαφή 3. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στα αφροδίσια νοσήματα 4. (γενικά) άνθρωπος ρωμαλέος, βαρβάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούτσος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. σωματ αράς)] …   Dictionary of Greek

  • συφιλοφοβία — η, Ν νοσηρός φόβος ενδεχόμενης προσβολής από σύφιλη και, γενικά, από αφροδίσια νοσήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilophobia < syphilis (πρβλ. σύφιλη) + phobia (< φοβία)] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλώματα — Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”